χορτοκοπτικός

χορτοκοπτικός
-ή, -ό, Ν
1. ο κατάλληλος ή ο χρήσιμος για την κοπή χόρτου
2. φρ. «χορτοκοπτική μηχανή» — μηχανή με την οποία κόβεται, τεμαχίζεται και καθαρίζεται από τα χώματα το χόρτο που προορίζεται για ζωοτροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + κοπτικός (< κόπτω), πρβλ. ἀντι-κοπτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χορτοκοπτικός — ή, ό αυτός που χρησιμεύει για το κόψιμο του χορταριού: Έχει αγοράσει χορτοκοπτική μηχανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”